αδοκιμος

αδοκιμος
    ἀδόκιμος
    ἀ-δόκῐμος
    2
    1) неполноценный, фальшивый, негодный
    

(νόμισμα Plat., Arst.)

    2) незнатный, презираемый Xen., Plat.
    3) презренный, жалкий, дрянной
    

(λακίσματα Eur.; Μοῦσα Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδοκιμος" в других словарях:

  • ἀδόκιμος — not legal tender masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αδόκιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει εγκριθεί, δεν έχει γίνει γενικότερα αποδεκτός: Ορισμένες από τις λέξεις που χρησιμοποιείς είναι αδόκιμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδοκιμωτάτων — ἀδόκιμος not legal tender fem gen superl pl ἀδόκιμος not legal tender masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμώτατα — ἀδόκιμος not legal tender adverbial superl ἀδόκιμος not legal tender neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμώτατον — ἀδόκιμος not legal tender masc acc superl sg ἀδόκιμος not legal tender neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκίμως — ἀδόκιμος not legal tender adverbial ἀδόκιμος not legal tender masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδόκιμον — ἀδόκιμος not legal tender masc/fem acc sg ἀδόκιμος not legal tender neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμωτάτοις — ἀδόκιμος not legal tender masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμωτάτους — ἀδόκιμος not legal tender masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμωτάτῳ — ἀδόκιμος not legal tender masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»